ενθρύπτω

ενθρύπτω
ἐνθρύπτω και ποιητ. τ. ἐνιθρύπτω (Α) [θρύπτω]
βουτώ και λειώνω κάτι σε υγρό, κάνω παπάρα («ἄρτος... ἐν οἴνῳ έντεθρυμμένος», Ιπποκρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • θρύπτω — (ΑΜ θρύπτω) 1. θρυμματίζω 2. μέσ. θρύπτομαι καμαρώνω, κάνω νάζια. αρχ. 1. (για αέρα) διασκορπίζομαι 2. (με ηθική σημ.) εξασθενώ, αμαυρώνω 3. παθ. α) γίνομαι τρυφηλός, φιλήδονος β) εκθηλύνομαι 4. ζω άσωτα 5. υποκρίνομαι, προσποιούμαι ότι απορρίπτω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”